ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ: - ΒΑΣΔΕΚΗΣ - ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ - ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" - ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ - ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ - ΓΙΑΝΝΗ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗ - ΓΚΟΒΟΣΤΗ - ΓΛΑΡΟΣ - ΓΝΩΣΗ - ΓΟΡΔΙΟΣ - ΓΡΑΜΜΑΤΑ - ΔΑΜΙΑΝΟΥ - ΔΕΛΦΙΝΙ - ΔΗΓΜΑ - ΔΙΑΥΛΟΣ - ΔΙΟΠΤΡΑ - ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ - ΔΩΡΙΚΟΣ - Ε. ΡΩΣΣΗ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ - ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ - ΕΝΑΛΙΟΣ - ΕΝΑΣΤΡΟΝ - ΕΞΑΝΤΑΣ - ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ - ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ - ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ - ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ - ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ ΑΒΕΕ

ΨΑΞΕ ΤΙΤΛΟ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ - ΕΚΔΟΤΙΚΟ

Οι Νεότερες Κριτικές
Οι Δημοφιλέστερες
Συνεντεύξεις
Ερωτηματολόγιο
www.diabazoume.gr Κριτικές βιβλίων από ...πραγματικούς αναγνώστες




Συνέντευξη ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ στο diabazoume.gr


ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ



Γιάννης Ξανθούλης


«Πάντα θαύμαζα την αλητεία»


Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ

www.enet.gr.

Μεταφυσικός, όπως στον «Θείο Τάκη» και στον «Τούρκο στον κήπο», με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και με το πρόβλημα της μνήμης που μπορεί να χαθεί στη διάρκεια του χρόνου να τον απασχολεί έντονα, ο Γιάννης Ξανθούλης επανέρχεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με «Του φιδιού το γάλα».


Οπου αίφνης ένας εκδότης που πληρώνεται από τους συγγραφείς προκειμένου να εκδώσει τα βιβλία τους λαμβάνει απρόσμενα ένα χειρόγραφο στο οποίο είναι καταγεγραμμένη μια σύντομη αλλά κρίσιμη καμπή της ζωής του. Διαβάζει για το πώς μπήκε στα 18 του χρόνια στον παράξενο κόσμο της οικογένειας Μέντα, για το πώς ερωτεύθηκε την κόρη, Μικόλ, για το πώς βίωσε αυτό τον έρωτα μέσα στον τεράστιο κήπο του παλιού αρχοντικού, για το πώς εν τέλει του δωρήθηκε μια βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων που άλλαξε τη ζωή του.

«Ο χρόνος με απασχολούσε πάντα, και ειδικά το τελευταίο διάστημα πάρα πολύ. Αυτός που πέρασε έχει συμπυκνωθεί. Μπαίνω λοιπόν στη διαδικασία να αναλύσω κομμάτια από αυτό τον συμπιεσμένο χρόνο και νομίζω πως έτσι λειτουργώ και μέσα στα βιβλία μου. Αυτό φαίνεται πολύ πιο καθαρά τώρα που μεγάλωσα. Εγινα εξήντα. Ο χρόνος μπροστά μου δεν είναι και πολύ σπουδαίος» θα πει ο Ξανθούλης.

- Στο βιβλίο γίνεστε μεταφυσικός...

«Με διασκεδάζει. Δεν έχω, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, σχέση με τη μεταφυσική. Πιστεύω μεν στις συμπτώσεις, μου έχουν συμβεί εξαιρετικά παράδοξα πράγματα που, αν τα έλεγα στην τηλεόραση, θα γινόμουν πέρα από γραφικός, ενδεχομένως και πιστευτός, ωστόσο δεν είμαι άνθρωπος της μεταφυσικής. Τίποτα του μετά. Του μεταθάνατου, της μεταζωής, τίποτα από αυτά».

- Να μιλήσουμε για τη μνήμη;

«Το βιβλίο αναφέρεται στη μνήμη που χάνεται. Εγώ ευτυχώς δεν έχω ακόμα τέτοιου είδους προβλήματα. Ομως βλέπω άλλους που έχουν χάσει μεγάλα τμήματα της μνήμης τους, χάνοντας εξ ορισμού μεγάλα κομμάτια της ζωής τους, τις λεπτομέρειες, που ενδεχομένως δεν πρόλαβαν να αξιολογήσουν πόσο σημαντικές ήταν και τους διέφυγαν μέσα στο σιφώνι του χρόνου».

Το δέντρο και το δάσος

- Φοβάστε το τέλος της μνήμης;

«Τρομακτικά, είναι από τα φοβερότερα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν σε άνθρωπο».

- Θα καταγράφατε τη ζωή σας προκειμένου να μην τη χάσετε;

«Την έχω καταγράψει ήδη, με αλληγορικούς τρόπους, με κώδικες και, επειδή ζούμε στην εποχή των συγγραφικών κωδίκων, όλα τα βιβλία μου αποτελούν κώδικα, που αφορά μόνο εμένα. Αν είμαι σε θέση κάποια στιγμή να τον ξεκλειδώσω, ενδεχομένως σε βαθύτατα γεράματα, στα 150 ας πούμε, τότε ίσως θα μπορέσω να τον ξανασυνθέσω».

- Επιστρέφετε συνεχώς σε πράγματα, ανθρώπους, γεύσεις, τόπους...

«Το θέμα δεν είναι πως "Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν", όπως έλεγε η μακαρίτισσα Σιμόν Σινιορέ. Το θέμα είναι πως η μνήμη είναι η μοναδική μου γεωγραφία, δηλαδή ό,τι έχω και δεν έχω είναι ακριβώς αυτή. Είτε λέγεται ιστορική, είτε πολιτική, είτε αισθησιακή, ερωτική, συναισθηματική».

- Εντέλει γράφετε για πολλά πράγματα ή μόνο για ένα;

«Οσο περνούν τα χρόνια στα βιβλία πιστεύω ότι λίγο- πολύ αναφερόμαστε στα ίδια πράγματα. Στο δικό μου η μνήμη αφορά δύο ηρωίδες που πάντα έφερα μέσα μου με πολύ έντονο τρόπο. Ενα από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι ο "Κήπος των Φίντσι Κοντίνι" του Μπασάνι. Εκεί υπάρχει μια σπουδαία ηρωίδα, η Μικόλ, αριστοκράτισσα εβραία από τη Φεράρα. Δεν είναι τυχαίο που ονόμασα Μικόλ την κόρη αυτής της αστικής οικογένειας, που χάνεται μ' έναν περίεργο τρόπο. Κι η δεύτερη είναι η Λιούμποβα από τον "Βυσσινόκηπο" του Τσέχοφ, που με πολλές παραλλαγές μου έδωσε το πρότυπο της μητέρας της Μικόλ».

- Και, βέβαια, υπάρχει ο κήπος...

«Που πάντα μ' ακολουθούσε. Είμαι λίγο σαν τον Μάκβεθ με τα δέντρα. Πάντα είχα κήπους που τους έφερνα και στην Αθήνα, ακόμα και στη βεράντα, στο γραφείο ή στο σπίτι, με όλες τις φροντίδες που μπορεί να συνεπάγονταν. Είχα τη χαρά να μεγαλώσω σε πάρα πολύ ωραίους κήπους, που συγκοινωνούσαν και διέθεταν μυστικότητα. Ζούσαν σ' αυτούς τα σκοτεινά δέντρα της βόρειας πατρίδας, της Αλεξανδρούπολης, και οι υπέροχες γλυσίνες που εκεί πάνω τις λέγαμε σαλκινιές εκ του τουρκικού σαλκού, που σημαίνει τσαμπί. Φυτά και μυρουδιές μιας ολόκληρης ζωής».

- Από την άλλη μεριά μεταφέρετε την εικόνα της πόλης που χάνεται...

«Η Αθήνα είναι γεμάτη από ωραία σπίτια, και στην Πατησίων και στην Κυψέλη όπου έζησα 20 χρόνια, αλλά και στην Αχαρνών, αυτόν τον περίεργο δρόμο που ο μισός μύριζε πατσά και ο άλλος μισός απόγνωση. Και ως απόγνωση εννοώ τα ωραία μεσοαστικά και μεγαλοαστικά σπίτια με τους κήπους. Κάποιοι ακόμα σώζονται...»

- Πάλι η μνήμη της Αθήνας...

«Είναι αθηναϊκό το μυθιστόρημα, που όμως θα μπορούσε να είχε ως περιβάλλον του και τη Θεσσαλονίκη. Η Βασιλίσσης Ολγας ήταν γεμάτη από υπέροχα σπίτια και αυτά που διασώζονται μαρτυρούν το μεγαλείο όλων αυτών των οικογενειών που έσβησαν, όπως η οικογένεια Αλατίνι, που φιλοξένησε και τον Αβδούλ Χαμίτ όταν τον εξόρισαν οι Νεότουρκοι».

- Ολα τα παραπάνω πώς συνδέονται με τα στοιχεία του θρίλερ;

«Μ' αρέσει το θρίλερ, γιατί βαριέμαι πάρα πολύ να γράφω. Είμαι απίστευτα τεμπέλης, γι' αυτό γράφω και δουλεύω τόσο πολύ ώστε να ξεπεράσω αυτό το σύνδρομο που πάντα με κυνηγάει. Χρησιμοποιώ το θρίλερ για να μη γίνει βαρετό το βιβλίο. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί. Θέλω να με κρατάει σε εγρήγορση, σε αγωνία για το τι θα γίνει παρακάτω. Αυτό το «παρακάτω» με κυνηγάει από παιδί. Θυμάμαι έναν καιρό κάτι μυθιστορήματα στις εφημερίδες σε συνέχειες -ε, "η συνέχεια στο επόμενο" μπορούσε να με τρελάνει. Εγώ ήθελα άμεσα το "παρακάτω"».

- Βλέπετε τον εαυτό σας να περνάει στα βιβλία σας;

«Πολλές φορές, κυρίως όμως σε δευτερεύοντα πρόσωπα, αυτά είναι άλλωστε που με διασκεδάζουν περισσότερο».

Μοναχική δουλειά το γράψιμο

- Δεν θέλετε να είστε ο ήρωας των βιβλίων σας;

«Οχι, γιατί μεταχειρίζομαι φρικτά όλους τους ήρωές μου. Προτιμώ να είμαι ο παρατηρητής των ηρώων. Στη ζωή μου δεν υπήρξα ποτέ ο Ζορό. Ημουν πάντα ο γείτονάς του, που τον παρατηρούσε. Τον αναφέρω γιατί, όταν είδα την ταινία του 1947 με τον Τάιρον Πάουερ, έπαθα σοκ. Με είχε συγκινήσει φοβερά. Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι ο Ζορό. Μου άρεσε αυτή η αντίφαση, από τη μια να φαίνεσαι σαν αδύναμος αριστοκράτης και από την άλλη να είσαι το παλικάρι ή αν θέλετε ο αλήτης. Πάντα θαύμαζα την αλητεία, πάντα οι αλήτες με συγκινούσαν, τίποτα προς το ευπρεπές. Τώρα πια δεν έχω και το παραμικρό πρόβλημα να το ομολογήσω».

- Στο βιβλίο βάζετε στα χείλη ενός αρχιμανδρίτη κοπρολαγνικά στιχάκια. Γιατί δημιουργήσατε αυτόν τον χαρακτήρα;

«Δεν ήθελα να εντυπωσιάσω κανέναν. Τον δημιούργησα ως κάτι πολύ φυσικό, διότι συνήθως είναι αυτοί οι άνθρωποι που φτάνουν σε ακραίες καταστάσεις που καταστρέφουν ολόκληρες οικογένειες. Κι ύστερα ο εκδότης μου είναι περίεργος, πληρώνεται από τους συγγραφείς για να βγάλει τα βιβλία τους, παρ' όλον ότι ξεκίνησε με πάρα πολύ συμπαθητικές προθέσεις και κληρονόμησε μια πολύ σημαντική πνευματική περιουσία. Είναι και βιβλιόφιλο το βιβλίο πέραν των άλλων, γιατί μιλάει για πράγματα που θα θέλαμε να διαβάσουμε και δεν τ' ομολογούμε, που θα διστάζαμε να ζητήσουμε από έναν αξιοπρεπή βιβλιοπώλη».

- Το όνομα της οικογένειας «Μέντα» παραπέμπει σε κάτι συγκεκριμένο;

«Πριν από 40 τόσα χρόνια είχα γράψει ένα θεατρικό έργο που λεγόταν "Δωμάτιο για να θρηνήσουμε τον Αμλέτο". Νομίζω ότι τότε τελείωνα το γυμνάσιο. Υπήρχε μια ηρωίδα που λεγόταν Μέντα».

- Γιατί πάψατε να γράφετε θέατρο;

«Διότι δεν μπορούσα να πειθαρχήσω στις δυο ώρες όλα αυτά που ήθελα να πω. Θα εξελισσόμουν ή ως ιδιόμορφος επιθεωρησιογράφος ή θα γινόμουν ένας μονοπρακτάκιας με την καλύτερη ή τη χειρότερη έννοια».

- Εντέλει είναι μοναχική αυτή η δουλειά;

«Φρικτή! -δεν περνάω καλά γράφοντας. Ισως γιατί με τα χρόνια το πράγμα γίνεται πολύ πιο επώδυνο, θέλει μεγάλη προεργασία. Κι ακόμα γιατί σκέπτομαι πως ο αναγνώστης δεν πρέπει να βαρεθεί. Είναι λαϊκό είδος έτσι κι αλλιώς το μυθιστόρημα. Δεν το γράφω για τον εαυτό μου».

- Και η χαρά της ζωής πού βρίσκεται;

«Εγώ πάντα ήθελα να φεύγω. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν σχήμα λόγου. Τώρα θέλω να φεύγω περισσότερο και μάλιστα, ως αθηνολάτρης, θέλω να φεύγω για να επιθυμώ την Αθήνα. Κάποτε νόμιζα πως το φεύγω έπρεπε να έχει χιλιομετρικό άλλοθι, να ταξιδεύω στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο ή στην Ινδία. Τώρα μπορεί να είναι και ένα ταξίδι μέχρι τον Εβρο, που έτσι κι αλλιώς είναι η πατρίδα μου, όπου προσπαθώ να ανακαλύψω πράγματα που ήταν δίπλα μου και δεν τα έβλεπα παλαιότερα».

- Πηγαίνετε και πιο πέρα ακόμα;

«Πολύ τακτικά στην Κωνσταντινούπολη. Το επόμενο βιβλίο θα είναι γι' αυτήν, όπως τη γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια. Μιλάω για στιγμές που δεν έχουν σχέση με την τυπική εξερεύνηση, ούτε καν με τον τουρισμό βέβαια».

- Το ότι βγήκατε στη σύνταξη σας πόνεσε;

«Καθόλου! Ο,τι είναι εισερχόμενο είναι καλοδεχούμενο. Δεν είμαι υπεράνω χρημάτων. Αλλοι εργάζονται για τη δόξα, άλλοι για τα λεφτά. Το έλεγε και ο Μπέρναρ Σο, ο καθένας ασχολείται με ό,τι του λείπει».


7 - 25/11/2007 





Διαβάστηκε 6637 φορές.